φαυλοκόλακας

φαυλοκόλακας
ο
1. κόλακας φαύλος (βλ. λ.): Είναι πάρα πολύ πλούσιος και τον τριγυρίζουν φαυλοκόλακες.
2. αυτός που κολακεύει τους φαύλους: Δε φτάνει που είναι κόλακας, είναι και φαυλοκόλακας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαυλοκόλακας — ο / φαυλοκόλαξ, ακος, ΝΜ 1. αυτός που κολακεύει φαύλους ανθρώπους 2. φαύλος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + κόλαξ, ακος] …   Dictionary of Greek

  • φαυλοκόλαξ — ακος, ὁ, Μ βλ. φαυλοκόλακας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”